ἀνέπνευσα

ἀνέπνευσα
ἀναπνέω
take breath
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… …   Dictionary of Greek

  • αναπνέω — αναπνέω, ανέπνευσα και ανάπνευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”